- ατά(γ)ιστος
- η , ο1) ненакормленный (о детях, животных); не получивший угощения (о нищих); 2) перен. неподкупленный (о чиновнике)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ατά(γ)ιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν έδωσαν τροφή, δεν τον τάισαν: Άφησες το παιδί ατάιστο όλο το απόγεμα. 2. αυτός που δε δωροδοκήθηκε: Φωνάζει αυτός, γιατί τον αφήσαμε ατάιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)